- δις
- (I)(AM δίς) επίρρ.δύο φορέςαρχ.1. (με το τόσος ή αριθμητ.) διπλάσιος, δύο φορές τόσος, άλλος τόσος («ἀρ' ἔστι ταῡτα δὶς τόσ' ἐξ ἁπλῶν κακά», Σοφ. Αίας)2. φρ. α. «ἐς δὶς» — δύο φορέςβ. «δὶς διὰ πασῶν» — είδος αρμονίας στη μουσική.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο αριθμητικό επίρρημα που συνδέεται με αρχ. ινδ. dvih, λατ. bis, μσν. άνω γερμ. zwir. Η ύπαρξη F στο αρχικό θ. της λέξης, δηλ. *δFισ-, πιστοποιείται από την εμφάνιση θέσει μακράς συλλαβής στο τέλος λέξης, η οποία προηγείται τού δισ- ή δι-. Το τελικό -ς χρησίμευε αρχικά στο να αίρει τη χασμωδία στο τέλος της λέξης. Ο τ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πλήθος λέξεων με τη μορφή δι-* (και πιο σπάνια δισ-)πρβλ. αρχ. ινδ. dvi-, λατ. bi-, αρμ. erki-, γοτθ. twi-, λιθ. dvi- π.χ. δίπους, αρχ. ινδ. dvi-pad-, λατ. bi-pēs. Από το δις προήλθαν και τα επιρρ. δίχα, διχθά].
Dictionary of Greek. 2013.